Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

Η επέμβαση διατήρησης μαστού για μη διηθητικό πορογενές καρκίνωμα συνοδεύεται από περισσότερες εξετάσεις και επεμβατικές διαγνωστικές διερευνήσεις στο μέλλον


Είναι ένα ερώτημα το οποίο παρόλο που έχει λάβει την απάντηση του εδώ και πολλά χρόνια, εξακολουθεί να επανεμφανίζεται και να απασχολεί γιατρούς και ασθενείς. Από πολλά χρόνια έχει καθιερωθεί  στις περισσότερες περιπτώσεις που θα διαγνωστεί ένα μη διηθητικό ( in situ) πορογενές καρκίνωμα στο στήθος ( γνωστό και με το ξενικό ακρωνύμιο DCIS) η επέμβαση που επιλέγεται είναι η αφαίρεση του μαζί με ένα τμήμα υγιούς ιστού γύρω απ’ αυτό ( ευρεία εκτομή) και στη συνέχεια, στην μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών, ακολουθεί η ακτινοθεραπεία. Αυτή η χειρουργική πρακτική ονομάζεται «επέμβαση διατήρησης μαστού», για να αντιδιασταλεί προς την παλαιότερα πολύ πιο συνηθισμένη επιλογή γι’ αυτές τις περιπτώσεις, που ήταν η μαστεκτομή. Ο συνδυασμός επέμβασης διατήρησης μαστού και ακτινοθεραπείας συχνά προσδιορίζεται ως «συντηρητική χειρουργική θεραπεία» ή ως « θεραπεία διατήρησης μαστού».
Είναι, όμως, αυτή η ευεργετική για την εμφάνιση της γυναίκας πρακτική το ίδιο ασφαλής με την μαστεκτομή; Γιατί είναι λογικό πως καμία γυναίκα δεν πρόκειται να επιλέξει να αφαιρεθεί το στήθος της, όταν με μια μικρότερης έκτασης επέμβασης θα έχει το ίδιο καλό αποτέλεσμα για την υγεία της. Πολλές, μεγάλες και καλά σχεδιασμένες και υλοποιημένες μελέτες έδειξαν ότι πράγματι η συντηρητική χειρουργική θεραπεία είναι ασφαλής.
Όμως, και σε αυτή την περίπτωση, όπως και σε πολλές άλλες, οι θεραπευτικές επιλογές δεν είναι τόσο ευδιάκριτες, δεν είναι επιλογές του τύπου «μαύρο – άσπρο». Υπάρχουν προβληματισμοί και ιδιαιτερότητες που καθιστούν τη λήψη της σωστής απόφασης δυσκολότερη. Ένα τέτοιο θέμα στην περίπτωση μας ( για τη συντηρητική χειρουργική του DCIS) είναι η διαπίστωση ότι η υποτροπή της νόσου στον ίδιο μαστό, φαίνεται να είναι συχνότερη στις γυναίκες με αυτή τη θεραπεία, χωρίς, όμως από την άλλη, αυτό να συνεπάγεται και χειρότερη πρόγνωση ( ή επιβίωση) για τις ασθενείς.
Μια νέα μελέτη έρχεται να προσφέρει μία νέα διάσταση στα αποτελέσματα της επέμβασης διατήρησης του μαστού σε αυτές τις περιπτώσεις. Δεν έχει να κάνει με την επιβίωση ή με τα ποσοστά υποτροπής, αλλά με την πρόσθετη ταλαιπωρία που φαίνεται να υφίστανται οι γυναίκες που θα επιλέξουν αυτή την συντηρητική χειρουργική εξαιτίας του γεγονότος ότι υποβάλλονται συχνότερα σε περισσότερες εξετάσεις και βιοψίες από τον φόβο μήπως κάποιο εύρημα ( στην κλινική εξέταση ή την μαστογραφία) κατά την παρακολούθηση τους είναι υποτροπή της νόσου. Η μελέτη δείχνει πως οι γυναίκες που θα επιλέξουν θεραπεία διατήρησης μαστού θα πρέπει να γνωρίζουν ( να είναι ενήμερες) πως θα χρειαστεί συχνότερα να υποστούν πρόσθετες εξετάσεις για να αποκλειστεί μία υποτροπή. Και αυτό γιατί οι γιατροί τους είναι υπερευαίσθητοι μήπως τους ξεφύγει κάποια υποτροπή και συχνά διάφορα ευρήματα στην κλινική εξέταση και στις απεικονιστικές μεθόδους είναι αμφίβολα, δεν μπορούν δηλ. να ερμηνευτούν αν είναι «αθωα» ή «ύποπτα».
Αναδημοσιεύουμε, σε σχετικά ελεύθερη μετάφραση, μία παρουσίαση της με εκλαϊκευμένη συντομευμένη μορφή που έγινε από τον Robert Preidt και δημοσιεύθηκε στο HealthDay News στην ιστοσελίδα του MedlinePLUS την Πέμπτη 5 Απριλίου 2012 :

Οι διαγνωστικές εξετάσεις και επεμβάσεις είναι συχνότερες μετά χειρουργική θεραπεία διατήρησης μαστού σε ασθενείς με μη διηθητικό πορογενές καρκίνωμα.

Αιτία μπορεί να είναι οι ανησυχίες για τυχόν υποτροπή της νόσου.


Ουλή μετά από ευρεία εκτομή όγκου στο άνω ημιμόριο του μαστού. Εικόνα μετά την αφαίρεση των ραμμάτων.
Πολλοί ασθενείς με καρκίνο του μαστού οι οποίες έχουν υποστεί επέμβαση διατήρησης του μαστού  υποβάλλονται κατά την μετέπειτα  παρακολούθηση τους σε διαγνωστικές και επεμβατικές διαδικασίες , υποστηρίζει μια νέα μελέτη.
Η χειρουργική θεραπεία με επέμβαση διατήρησης του μαστού  είναι η πιο συνηθισμένη θεραπεία για τις γυναίκες με πορογενές καρκίνωμα in situ (DCIS) στο μαστό, αλλά η ποσότητα της μετέπειτα φροντίδας σε αυτή την ομάδα ασθενών που δεν ήταν γνωστή.
Σε αυτή τη μελέτη, οι ερευνητές εξέτασαν τα δεδομένα από ασθενείς με DCIS που υποβλήθηκαν σε επέμβαση διατήρησης του μαστού  σε τρία μεγάλα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης στη Μασαχουσέτη και την Καλιφόρνια και οι οποίες παρακολουθήθηκαν για χρονικό διάστημα έως μία δεκαετία.
Στο διάστημα αυτό,  το 31% των γυναικών υποβλήθηκε σε διαγνωστική μαστογραφία ( δηλ. μαστογραφία για να διελευκάνθη κάποιο κλινικό εύρημα ή σύμπτωμα) και το 62% είχε  υποβληθεί σε επεμβατικές πρακτικές για έλεγχο πιθανής υποτροπής του καρκίνου στο μαστό.
” Η θεραπεία που διατηρεί το μαστό είναι μια λογική επιλογή για τις γυναίκες με DCIS και τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της σ΄ ότι αφορά τη θνησιμότητα είναι ίδια με εκείνα της μαστεκτομής, Ωστόσο, επεμβατικές πράξεις και διαγνωστικοί έλεγχοι για αξιολόγηση πιθανής υποτροπής του καρκίνου στο μαστό εκτείνονται σε μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την εκτομή DCIS και τη θεραπεία», δήλωσε ακαδημαϊκό στέλεχος από το Harvard Medical School.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι τα υψηλά ποσοστά διαγνωστικών απεικονίσεων και επεμβατικών πρακτικών ( για κυτταρολογική – ιστολογική εξέταση) μπορεί να οφείλονται σε ανησυχία τυχόν εμφάνισης υποτροπής της νόσου.
“Το γεγονός ότι οι γυναίκες που υποβάλλονται σε επέμβαση διατήρησης του μαστού  είναι πιθανό να υποβληθούν στη συνέχεια σε περισσότερες διαγνωστικές επεμβατικές διαδικασίες στο μαστό  είναι σημαντικό και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στις συζητήσεις σχετικά με τις επιλογές θεραπείας», όταν πρόκειται να αντιμετωπιστεί ένα μη διηθητικό πυρογενές καρκίνωμα, σημειώνουν οι ερευνητές.
Η πλήρης μελέτη παρουσιάστηκε στο ιατρικό περιοδικό του Αμερικανικού Εθνικού Ινστιτούτου για τον Καρκίνο.]
Πηγή 

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου